νηποινεί

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηποινεί Medium diacritics: νηποινεί Low diacritics: νηποινεί Capitals: ΝΗΠΟΙΝΕΙ
Transliteration A: nēpoineí Transliteration B: nēpoinei Transliteration C: nipoinei Beta Code: nhpoinei/

English (LSJ)

Adv. of νήποινος, with impunity, especially in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.

Greek Monolingual

νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθεεί, κληρωτί)].

Greek Monotonic

νηποινεί: ή -ί, Επίρρ., Λατ. impune, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, σε Πλάτ.

German (Pape)

νηποινί.

Russian (Dvoretsky)

νηποινεί: или νηποινί adv. безнаказанно Xen., Plat., Dem.

Middle Liddell

Lat. impune, Plat. [from νήποινος

English (Woodhouse)

with impunity

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)