νουθετησμός

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετησμός Medium diacritics: νουθετησμός Low diacritics: νουθετησμός Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΜΟΣ
Transliteration A: nouthetēsmós Transliteration B: nouthetēsmos Transliteration C: nouthetismos Beta Code: nouqethsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = νουθέτησις (admonition, warning), Men. 1042, censured by Poll. 9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).

Greek Monolingual

νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].

Russian (Dvoretsky)

νουθετησμός: ὁ Men. = νουθέτησις.

German (Pape)

ὁ, Conj. für νουθετισμός.