νυκτιφανής

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφᾰνής Medium diacritics: νυκτιφανής Low diacritics: νυκτιφανής Capitals: ΝΥΚΤΙΦΑΝΗΣ
Transliteration A: nyktiphanḗs Transliteration B: nyktiphanēs Transliteration C: nyktifanis Beta Code: nuktifanh/s

English (LSJ)

νυκτιφανές, = νυκτιφαής (shining by night), Μήνη Herm. ap. Stob. 1.5.14, cf. PMagPar. 1.1794.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui brille pendant la nuit;
2 qui se montre pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, φαίνω.

German (Pape)

ές, bei Nacht leuchtend, μήνη, Theo Al. 2, (APP 40).

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐφανής: светящий ночью (μήνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐφᾰνής: -ές, = τῷ προηγ., Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 176, Ἀνθ. Π. παράρτ. 40. ΙΙ. τῷ ἑπομ., Νόνν. Ἰω. 20. 1· οὕτω, κῆπος νυκτοφανής, ἔχων σκιὰς σκοτεινὰς ὡς ἡ νύξ, Ἀνθ. Π. 9. 806.

Spanish

que surge de noche

Greek Monolingual

νυκτιφανής, -ές (Α)
1. αυτός που λάμπει τη νύχτα («νυκτιφανὴς Μήνη», Ερμ.)
2. αυτός που εμφανίζεται στη διάρκεια της νύχτας («νυκτιφανὴς ἀχάρακτος ἑώιος ἤιεν ἀστήρ», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. θηρο-φανής].

Greek Monotonic

νυκτῐφᾰνής: -ές (φαίνομαι
I. αυτός που λάμπει τη νύχτα, σε Ανθ.
II. αυτός που έχει σκοτεινές σκιές όπως η νύχτα, στον ίδ.

Middle Liddell

νυκτῐ-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
I. shining by night, Anth.
II. with shades dark as night, Anth.

Léxico de magia

-ές que surge de noche de Eros ἐπικαλοῦμαί σε ... πρωτοφανῆ, νυκτιφανῆ, νυκτιχαρῆ te invoco a ti, que brillas el primero, que surges de noche, que te alegras con la noche P IV 1794