ξεμπέρδεμα

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

και ξεμπέρδευμα, το ξεμπερδεύω
1. λύσιμο ή αποχωρισμός μπλεγμένων πραγμάτων
2. απαλλαγή από δύσκολες ή περίπλοκες καταστάσεις («μην ανακατευθείς σε αυτή την υπόθεση γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα»)
3. εκκαθάριση ή ρύθμιση διαφορών, εκκρεμοτήτων, λογαριασμών
4. διευκρίνιση, αποσαφήνιση
5. περάτωση, ολοκλήρωση έργου
6. εξόντωση.