ξενερίζω

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

1. (για ψάρι και, μτφ., για πρόσ.) βρίσκομαι σε άγνωστο περιβάλλον, χάνω τα νερά μου
2. (για ψάρι και για ύφαλο) εξέρχομαι πάνω από την επιφάνεια του νερού
3. κάνω κάποιον να χάσει τα νερά του, να αλλάξει τις συνήθειές του απομακρύνοντάς τον από τον τόπο που έχει συνηθίζει να ζει
4. αλλάζω το νερό μέσα στο οποίο έχω αφήσει κάτι προκειμένου να αποβάλει μέρος της αρμύρας ή της πικρίλας του («ξενερίζω τις ελιές»)
5. συνέρχομαι από μεθύσι
6. ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + νερό].