ξεσπώ
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
-άω και ξεσπάζω και ξεσπάνω
1. (ιδίως για υγρό)
σπάζω το εμπόδιο που μέ συγκρατεί και χύνομαι με ορμή
2. μτφ. εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου με βίαιο ή απότομο τρόπο, εκδηλώνομαι ορμητικά, βίαια, ραγδαία
3. ξεθυμαίνω, ικανοποιώ την οργή μου («θα ξεσπάσω σε σένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έσπασα (βλ. και λ. ξε), αόρ. του ρ. ἐκ-σπῶ].