ξηλώνω
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω
2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω
3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω
4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του, απολύω («τον ξήλωσαν από τη θέση του διευθυντή»)
5. μέσ. ξηλώνομαι
α) μτφ. πληρώνω
β) σχίζομαι, ξεσχίζομαι («πιάστηκα στα αγκάθια και ξηλώθηκε η μπλούζα μου»)
6. μτφ. παρεμποδίζω, ματαιώνω («το κάλεσμα του βασιλιού μη θέλει να ξηλώσει», Ερωτόκρ.)
7. παροιμ. «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σού λείπει» — λέγεται για εκείνους που επανέρχονται μάταια και άσκοπα στο ίδιο θέμα ή στην ίδια ασχολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξηλώνω (< ἐξ + ἧλος «καρφί»), με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος (βλ. και λ. ξε-). Η γραφή ξυλώνω, από παρετυμολογική σύνδεση προς το ξύλο, είναι εσφαλμένη].