καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
Full diacritics: ξῠρουργός | Medium diacritics: ξυρουργός | Low diacritics: ξυρουργός | Capitals: ΞΥΡΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: xyrourgós | Transliteration B: xyrourgos | Transliteration C: ksyrourgos | Beta Code: curourgo/s |
ξυρουργόν, tonsorial: ξ. ἀνθρωπάριον Zos.Alch.p.116B.
ξυρουργός, -όν (Α)
αυτός που κουρεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λινουργός].