ξυστιδωτός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
(sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II) garment with ornament in strigil form (†), IG22.1514.11.
German (Pape)
[Seite 283] ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστιδωτός: ὁ, = ξυστίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.
Greek Monolingual
ξυστιδωτός, ὁ (Α)
(ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, -ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδωτός, λεπιδωτός)].