ομαλίζω
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμαλίζω) ομαλός
1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.)
μσν.
δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση
αρχ.
1. (για νομοθέτη) αμβλύνω τις αντιθέσεις, επιφέρω ισότητα
2. ανάγω σε ίση ποσότητα («τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν», Διοκλ.)
3. (για την πέψη) λειτουργώ ομαλά, κανονικά
4. (για άνεμο) είμαι ομαλός, πνέω χωρίς διακυμάνσεις
5. παθ. ὁμαλίζομαι
υφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή, αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)
6. φρ. «ὁμαλίζω ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — καθιστώ κάτι κανονικό, φυσιολογικό.