οξύρρυγχος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, -ον)
1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος
2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός
3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος
ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια acipenseridae, παράγουν το μαύρο χαβιάρι και είναι γνωστοί σήμερα ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια
μσν.-αρχ.
φρ. «οξύρρυγχος χαρακτήρ» — γραφή με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ῥύγχος (πρβλ, μακρό-ρρυγχος, πλατύ-ρρυγχος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxyrhynchous].