οὔπως

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔπως Medium diacritics: οὔπως Low diacritics: ούπως Capitals: ΟΥΠΩΣ
Transliteration A: oúpōs Transliteration B: oupōs Transliteration C: oypos Beta Code: ou)/pws

English (LSJ)

or οὔ πως, Ion. οὔκως Hdt.1.33:—Adv. no-how, in no wise, not at all, giving the greatest possible strength to the negation, Il. 4.320, etc.; separated, οὐ μέν πως 2.203, 4.158, etc.

German (Pape)

[Seite 416] auf keine Weise, ganz u. gar nicht, oft bei Hom.

French (Bailly abrégé)

adv.
en aucune façon, nullement.
Étymologie: οὐ, πῶς.

Russian (Dvoretsky)

οὔπως: ион. οὔκως adv. тж. раздельно никоим образом, решительно никак: ἀλλ᾽ οὔ. ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν Hom. но боги отнюдь (никогда) не давали людям все сразу; οὔ. κως ἤκουον Her. они и слышать не хотели.

Greek (Liddell-Scott)

οὔπως: ἢ οὔ πως, Ἰων. οὔκως, ἐπίρρ., οὐδαμῶς, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.

English (Autenrieth)

nohow, on no terms.

Greek Monolingual

οὔπως ή οὔ πως και ιων. τ. οὔκως (Α)
επίρρ. (επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, με τίποτε.

Greek Monotonic

οὔπως: ή οὔπως, Ιων. οὔκως, επίρρ., με κανένα τρόπο, ουδόλω, με τίποτε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Middle Liddell

οὔ πως, no-how, in no wise, not at all, Il., etc.

English (Woodhouse)

by no means, not a bit, not in the least

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search