πάτρηθε

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάτρηθε Medium diacritics: πάτρηθε Low diacritics: πάτρηθε Capitals: ΠΑΤΡΗΘΕ
Transliteration A: pátrēthe Transliteration B: patrēthe Transliteration C: patrithe Beta Code: pa/trhqe

English (LSJ)

and πάτρηθεν, Adv.,
A = ἐκ πάτρης, from one's native land, A.R. 2.541, etc.
II from a family or clan, Dor. πάτρᾱθε Pi.N.7.70.

German (Pape)

[Seite 535] u. πάτρηθεν, = ἐκ πάτρης, aus dem Vaterlande; D. Per. 657; πάτρηθεν ἀλώμενος, Ap. Rh. 2, 541. Vgl. πάτραθε.

Greek (Liddell-Scott)

πάτρηθε: καὶ -θεν, Ἐπίρρ., = ἐκ πάτρης, ἐκ τῆς πατρίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 541, κτλ. ΙΙ. ἐκ τῆς πατριᾶς ἢ οἰκογενείας, Δωρ. Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες Πινδ. Ν. 7. 103.

Greek Monolingual

και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α
επίρρ.
1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα
2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ. -θε / -θεν].

Greek Monotonic

πάτρηθε: Δωρ. -ᾶθε, επίρρ., από μια φυλή ή γενιά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

doric πάτρᾱθε, adv.
from a race or family, Pind.