Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παθιάζω

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

πάθος
1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό»)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι
α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».)
β) κατέχομαι από υπερβολικό ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παθιασμένος, -η, -ο
α) φανατισμένος, εμπαθήςείναι παθιασμένος με τα πολιτικά»)
β) ταλαιπωρημένος, κακοτυχισμένος
γ) αυτός που πάσχει από σοβαρό, χρόνιο νόσημα.