παλαιοπράγμων

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιοπράγμων Medium diacritics: παλαιοπράγμων Low diacritics: παλαιοπράγμων Capitals: ΠΑΛΑΙΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: palaioprágmōn Transliteration B: palaiopragmōn Transliteration C: palaiopragmon Beta Code: palaiopra/gmwn

English (LSJ)

gloss on παλαιοθέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 445] Erkl. von παλαιοθέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιοπράγμων: -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλαιοθέτης.

Greek Monolingual

παλαιοπράγμων, -ον (Α)
παλαιοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυπράγμων].