πασίδηλος
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
πασίδηλον, all-manifest, Hdn. Epim.20.
German (Pape)
[Seite 531] = πάνδηλος, Hdn. epimer. p. 20.
Greek (Liddell-Scott)
πᾱσίδηλος: -ον, ὁ τοῖς πᾶσι, δῆλος, φανερώτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 20.
Greek Monolingual
-η, -ο / πασίδηλος, -ον, ΝΜΑ
φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο
διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ της αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε συγκεκριμένο τόπο, διότι θεωρείται αυταπόδεικτο.
επίρρ...
πασιδήλως
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + δῆλος «φανερός»].