πελεκινοειδής

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεκῑνοειδής Medium diacritics: πελεκινοειδής Low diacritics: πελεκινοειδής Capitals: ΠΕΛΕΚΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pelekinoeidḗs Transliteration B: pelekinoeidēs Transliteration C: pelekinoeidis Beta Code: pelekinoeidh/s

English (LSJ)

πελεκινοειδές, in the shape of a dovetail, σωλήν Hero Spir.2.36, Bel.75.16, Procl. Hyp.4.88.

German (Pape)

[Seite 550] ές, den folgenden 3) ähnlich, Archimed.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκινοειδής: -ές, ὅμοιος πελεκίνῳ, Ἀρχιμ. 135, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 271, 7, κλ.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μοιάζει με πελεκίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῖνος + -ειδής].