Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενταμερής

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰμερής Medium diacritics: πενταμερής Low diacritics: πενταμερής Capitals: ΠΕΝΤΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pentamerḗs Transliteration B: pentamerēs Transliteration C: pentameris Beta Code: pentamerh/s

English (LSJ)

πενταμερές, consisting of five parts, χώρα Str.3.4.19, cf. Diom. p.498 K. Adv. πενταμερῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.

German (Pape)

[Seite 556] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
composé de cinq parties.
Étymologie: πέντε, μέρος.

Greek (Liddell-Scott)

πενταμερής: -ές, ὁ εἰς πέντε μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που σύγκειται από πέντε μέρη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πενταμερής
βιολ. ονομασία ενός άνθους, ενός αστερία ή κάθε άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή συμμετρία της τάξης 5, όπου κάθε σύνολο αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία.
επίρρ...
πενταμερώς / πενταμερῶς, ΝΑ
σε πέντε μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μερής (< μέρος), πρβλ. εξαμερής].

Greek Monotonic

πεντᾰμερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από πέντε μέρη, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεντᾰ-μερής, ές μέρος
in five parts, Strab.