περιτροπάδην

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτροπάδην Medium diacritics: περιτροπάδην Low diacritics: περιτροπάδην Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΠΑΔΗΝ
Transliteration A: peritropádēn Transliteration B: peritropadēn Transliteration C: peritropadin Beta Code: peritropa/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. by rounding up, A.R.2.143.

German (Pape)

[Seite 597] adv., umwendend, wegtreibend, Ap. Rh. 2, 143.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροπάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., ἤδη δ’ ἄσπετα μῆλα περιτροπάδην ἐτάμοντο, «περιτρέποντες, ἐπὶ τὴν ναῦν ἐλαύνοντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 143.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με περιτροπή, με αναστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτροπή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχάδην)].