πληροφοριοδότης
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν
1. αυτός που δίνει πληροφορίες
2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται
3. καταδότης, ρουφιάνος, χαφιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληροφορία + δότης (< θ. δο- του δίδωμι «δίνω»), πρβλ. αιμοδότης.