προβατοκόμος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ὁ, one who tends sheep, Anon. in Rh.3.607 W.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοκόμος: ὁ, ὁ ἔχων τὴν φροντίδα προβάτων, ποιμὴν προβάτων, Ρήτορες (Walz) 3. 607.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
προβατοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφοκόμος].