προεξέρχομαι

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέρχομαι Medium diacritics: προεξέρχομαι Low diacritics: προεξέρχομαι Capitals: ΠΡΟΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: proexérchomai Transliteration B: proexerchomai Transliteration C: proekserchomai Beta Code: proece/rxomai

English (LSJ)

go out before, τῷ πεζῷ Th.7.74; εἰς Σαρδόνα Plb.2.23.6; τῆς πόλεως D.H.1.46; π. τοῦ βίου πρὶν… J.AJ2.7.2 (so abs. -ελθών previously deceased, Supp.Epigr.6.236 (Phrygia)); φῶς φωτὸς π. Ph. 1.603: abs., anticipate arrest by flight, SIG 283.11 (Edict. Alex. Magni).

German (Pape)

[Seite 721] (s. ἔρχομαι), vorher herauskommen, ausrücken, Thuc. 7, 74 u. Folgde; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα, Pol. 2, 23, 6.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προεξῆλθον, etc.
s'avancer contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐξέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξέρχομαι als eerste vertrekken; milit. als eerste uitrukken.

Russian (Dvoretsky)

προεξέρχομαι: (aor. 2 προεξῆλθον) выходить ранее или вперед: τῷ πεζῷ προεξελθόντες Thuc. выступив вперед с пехотой; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα Polyb. (Гай Атилий) уже раньше отбыл в Сардинию.

Greek Monolingual

Α
1. (για στρατιωτικό τμήμα) εξέρχομαι πριν από τον αντίπαλο
2. προλαβαίνω να φύγω, να σωθώ φεύγοντας
3. πεθαίνω πριν από ένα γεγονός.

Greek Monotonic

προεξέρχομαι: αποθ., βγαίνω έξω από πριν, τῷ πεζῷ, με το πεζικό, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέρχομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι πρότερον, τῷ πεζῷ Θουκ. 7. 74· τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 1. 46· εἰς Σαρδόνα Πολύβ. 2. 23. 6.

Middle Liddell

Dep. to go out before, τῷ πεζῷ with the infantry, Thuc.