προκηρυκεύομαι

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηρῡκεύομαι Medium diacritics: προκηρυκεύομαι Low diacritics: προκηρυκεύομαι Capitals: ΠΡΟΚΗΡΥΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prokērykeúomai Transliteration B: prokērykeuomai Transliteration C: prokirykeyomai Beta Code: prokhrukeu/omai

English (LSJ)

A have proclaimed by herald, give public notice, Is.Fr.162.
2 negotiate by herald, περὶ σπονδῶν And.3.3; πρός τινας Aeschin.2.172.

German (Pape)

[Seite 730] dep. med., durch den Herold ausrufen od. verkündigen lassen, Isae. bei Poll. 4, 94; περὶ σπονδῶν, Unterhandlungen anknüpfen, Andoc. 3, 3; πρός τινα, Aesch. 2, 172; D. Cass. oft.

French (Bailly abrégé)

faire annoncer par un héraut.
Étymologie: πρό, κηρυκεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκηρυκεύομαι [προκηρύσσω] onderhandelingen aanknopen.

Russian (Dvoretsky)

προκηρῡκεύομαι: объявлять через глашатая (πρός τινα Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

προκηρῡκεύομαι: ἀποθ., προκηρύσσω διὰ κήρυκος, δημοσίᾳ ἀναγγέλλω, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος διαπραγματεύομαι, περί τινος Ἀνδοκ. 23. 45· πρός τινα Αἰσχίν. 51. 14.

Greek Monolingual

Α
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα
2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»].

Greek Monotonic

προκηρῡκεύομαι: αποθ., προκηρύσσω με κήρυκα, σε Αισχίν.

Middle Liddell

Dep. to negotiate by herald, Aeschin.