προμίγνυμι

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμίγνυμι Medium diacritics: προμίγνυμι Low diacritics: προμίγνυμι Capitals: ΠΡΟΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: promígnymi Transliteration B: promignymi Transliteration C: promignymi Beta Code: promi/gnumi

English (LSJ)

v. προμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μίγνυμι), vor od. vorher vermischen, παλλακίδι προμιγῆναι, vorher mit dem Kebsweibe Gemeinschaft pflegen, Iliad. 9, 452.

French (Bailly abrégé)

ao.2 inf. Pass. προμιγῆναι;
mêler auparavant ; Pass. s'unir auparavant avec, τινι.
Étymologie: πρό, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

προμίγνῡμι: ранее смешивать: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

προμίγνῡμι: μιγνύω ἐκ τῶν προτέρων· ― Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι, «μιγῆναι. συνελθεῖν» (Εὐστ.), Ἰλ. Ι. 452.

Greek Monolingual

Α μείγνυμι, μίγνυμι
1. αναμιγνύομαι προηγουμένως
2. μτφ. συνουσιάζομαι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προμίγνῡμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. -μίξω
to mingle beforehand:—Pass., παλλακίδι προμῐγῆναι (aor2 inf.) to have intercourse with her before, Il.