προσερεύγομαι

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερεύγομαι Medium diacritics: προσερεύγομαι Low diacritics: προσερεύγομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: prosereúgomai Transliteration B: prosereugomai Transliteration C: prosereygomai Beta Code: prosereu/gomai

English (LSJ)

belch at: metaph., [κύματα] προσερεύγεται αὐτὴν [πέτρην] break foaming against the rock, Il.15.621 (cf. Od.5.438): later προσερυγγάνω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 762] eigtl. gegenanspeien, rülpsen; übertr. von Meereswellen, κύματα προσερεύγεται πέτρην, sie speien den Felsen an, oder branden gegen den Felsen, Il. 15, 621; οἷς προσερύγοι, Diod. Sinop. bei Ath. VI, 239 e. S. auch προσερυγγάνω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
roter ou vomir contre ; προσερεύγεσθαι πέτρην IL battre une roche avec bruit en parl. des flots.
Étymologie: πρός, ἐρεύγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ερεύγομαι bruisen tegen.

Russian (Dvoretsky)

προσερεύγομαι: досл. изрыгаться, перен. (о волнах) ударяться, хлестать, бить (sc. πέτρην Hom.).

Greek Monolingual

Α
1. ρεύομαι προς την κατεύθυνση κάποιου
2. (για κύμα) σπάω θορυβωδώς με αφρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐρεύγομαι «ρέβομαι»].

Greek Monotonic

προσερεύγομαι: αποθ., εκτοξεύω σε ή εναντίον· μεταφ., λέγεται για κύματα, τα αφρισμένα κύματα που σπάνε, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσερεύγομαι: ἀποθ., ἐρεύγομαι πρός τινα, τινι Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 35 (ἴδε προσερυγγάνω): μεταφορ., [κύματα] προσερεύγεται αὐτὴν [πέτρην], θραύονται ἀφρίζοντα ἐπὶ τοῦ βράχου, Ἰλ. Ο. 621, πρβλ. Ὀδ. Ε. 438.

Middle Liddell

Dep. to belch at or against: metaph., of waves, to break foaming against, Hom.