προσκυρώ

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

(I)
-έω, και προσκύρω, Α
1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.)
2. συνάπτομαι, συνδέομαιἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῖ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.)
3. συνορεύω
4. συναντώ κάποιον
5. πέφτω επάνω σε κάτι, προσκρούω («ναῦς πέτρῃ προσέκυρσας», Θέογν.)
6. μού συμβαίνει κάτι, υφίσταμαι κάτι («ὦ δεινότατον πάντων ὅ σ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη», Σοφ.)
7. κατέχω ή καταλαμβάνω
8. ανήκω σε κάποιον
9. (με απαρμφ.) κάνω ώστε να...
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κυρῶ (Ι) / κύρω «συναντώ τυχαία, προσκρούω, φθάνω»].
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. προσκυρώνω.