πωρός
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ά, όν, etym. of ταλαίπωρος in Gramm.; miserable, Hsch.; blind, Suid.
German (Pape)
[Seite 828] blind, übh. elend, unglücklich, Gramm. Vgl. πηρός.
Greek (Liddell-Scott)
πωρός: -ή, -όν, τυφλὸς κατὰ τὸν Σουΐδ.· ὁ ταλαίπωρος καθ’ Ἡσύχ. (ἔνθα κεῖται πῶρος), κλπ.· ἀλλ’ εὕρηται μόνον ὡς συνθετικὸν μέρος τοῦ ταλαίπωρος· ὡσαύτως δὲ μνημονεύεται τὸ ῥῆμα πωρέω ὡς λέξις τῶν Ἠλείων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 14· πρβλ. Ἡσύχ., «πωρεῖν, κηδεύειν, πενθεῖν», καὶ «πωρῆσαι· λυπῆσαι, καὶ τὰ ὅμοια».
Greek Monolingual
(I)
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ταλαίπωρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταλαίπωρος.
(II)
-ά, -όν, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «τυφλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος (για τη σημ. του τ. πρβλ. πωρόω «τυφλώνομαι»)].