ραβδοδίαιτος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον ζωγράφο Παρράσιο και ως παρωδία του αβροδίαιτος) αυτός ο οποίος ζει με τα έσοδα που του παρέχει το ζωγραφικό ραβδί, δηλαδή η σιδερένια καρφίτσα ή το αιχμηρό σιδερένιο εργαλείο τα οποία χρησιμοποιούσαν στην εγκαυστική ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -διαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος].