σεμνοτυφία
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ἡ, (τῦφος) empty solemnity, grave airs, M.Ant.9.29.
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, erkünstelte Würde, vornehmthuende Aufgeblasenheit, M Ant. 9, 29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vanité, orgueil.
Étymologie: σεμνός, τῦφος.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνοτῡφία: ἡ, (τῦφος) κενὴ σοβαρότης, ὑπερηφανία, ματαιοφροσύνη, Μᾶρκ. Ἀντων. 9. 29.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
προσποιητή σεμνότητα, ψευδής αιδημοσύνη
αρχ.
κενή σοβαρότητα, ματαιοφροσύνη, σοβαροφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός βλ. λ. + τῦφος «αλαζονεία» + κατάλ. -ία].