σημαντήριον
English (LSJ)
τό,
A mark or seal upon anything to be kept, A.Ag.609; dub. sens. in S.Fr.432.9.
II place for coining money, mint, Harp. s.v. ἀργυροκοπεῖον.
German (Pape)
[Seite 874] τό, Zeichen, Siegel, mit dem man aufzubewahrende Sachen versieht, Aesch. Ag. 595; bes. Stempel, Münzstempel; dah. auch der Ort zum Prägen der Münze; Harpocr. v. ἀργυροκοπεῖον sagt ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσιν.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sceau, cachet.
Étymologie: σημαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σημαντήριον, -ου, τό [σημαίνω] zegel.
Russian (Dvoretsky)
σημαντήριον: τό печать Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
σημαντήριον: τό, σημεῖον ἢ σφραγὶς ἐπὶ πράγματος, ὅπερ δέον νὰ τηρηθῇ ἄθικτον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 609· ἀμφίβολον ἔχει σημασίαν παρὰ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 379. ΙΙ. τόπος ἔνθα κόπτονται ἢ ἐκτυποῦνται νομίσματα, νομισματοκοπεῖον, παρ’ Ἁρποκρ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σημαντήρι.
Greek Monotonic
σημαντήριον: τό, σημάδι ή σφραγίδα που ετίθετο σε οτιδήποτε έπρεπε να μείνει άθικτο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
σημαντήριον, ου, τό,
a mark or seal upon anything to be kept, Aesch.