σιδερένιος
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. κατασκευασμένος από σίδερο, σιδηρούς
2. μτφ. α) γενναίος («αν έχεις λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθια», Κρυστ.)
β) πολύ σκληρός (α. «σιδερένια καρδιά» β. «σιδερένια πολιτική)
γ) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, πολύ γερή κράση ή άνθρωπος με μεγάλη αντοχή και δύναμη
3. (η ονομ. του αρσ. και του θηλ. ως ευχή) σιδερένιος, -α
(μετά από πρόσφατη ασθένεια) να είσαι καλά, να έχεις καλή υγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδερο + κατάλ. -ένιος].