σκληροφυής

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροφυής Medium diacritics: σκληροφυής Low diacritics: σκληροφυής Capitals: ΣΚΛΗΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: sklērophyḗs Transliteration B: sklērophyēs Transliteration C: sklirofyis Beta Code: sklhrofuh/s

English (LSJ)

ές, of hard, harsh nature, tough, Xenocr. ap. Orib. 2.58.16.

German (Pape)

[Seite 901] ές, von harter Natur, Xenocrat.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροφυής: -ές, ὁ ἔχων σκληράν, τραχεῖαν φύσιν, τραχύς, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι σκληρής φύσης, που είναι από τη φύση του τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].