σκυθικός
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκυθικός, -ή, -όν, ΝΑ Σκύθης / Σκυθία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκύθες ή στη Σκυθία («σκυθικός πολιτισμός»)
νεοελλ.
φρ. α) «σκυθική τέχνη»
αρχαιολ. τα αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα και διακοσμητικά στοιχεία σκηνών, κάρων και σαγής αλόγων, που κατασκεύαζαν τα σκυθικά φύλα
β) «σκυθική γλώσσα»
γλωσσ. η γλώσσα τών αρχαίων Σκυθών, η οποία, μαζί με άλλες συγγενείς διαλέκτους, όπως ήταν η σαρματική, η αλανική κ.ά, αποτελούσε ιδιαίτερο κλάδο της ιρανικής γλωσσικής οικογένειας και της οποίας γνήσιος απόγονος θεωρείται σήμερα η οσετική γλώσσα που μιλιέται σε περιοχή του Καυκάσου
αρχ.
1. (για πρόσ.) ξανθός, πυρρότριχος, ξανθομάλλης
2. το θηλ. ως ουσ. ή Σκυθική
α) η χώρα τών Σκυθών, η Σκυθία
β) το φυτό γλυκύρριζα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σκυθικόν
το φύλο τών Σκυθών
4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Σκυθικαί
είδος πεδίλων.
επίρρ...
σκυθικῶς Α
κατά τρόπο σκυθικό, σαν τους Σκύθες.