σκυλοδεψέω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
tan hides, Ar.Pl.514 (Bentl. for σκυτοδεψεῖν).
German (Pape)
[Seite 907] Leder gerben, Ar. Plut. 514.
French (Bailly abrégé)
σκυλοδεψῶ :
être corroyeur.
Étymologie: σκυλοδέψης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλοδεψέω [σκυλοδέψης] leerlooien, leerlooier zijn.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλοδεψέω: заниматься дублением кожи, дубить Arph.
Greek Monotonic
σκῠλοδεψέω: μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλοδεψέω: κατεργάζομαι δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).
Middle Liddell
σκῠλοδεψέω, fut. -ήσω
to tan hides, Ar. [from σκῠλοδέψης]