σκυλοδεψέω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλοδεψέω Medium diacritics: σκυλοδεψέω Low diacritics: σκυλοδεψέω Capitals: ΣΚΥΛΟΔΕΨΕΩ
Transliteration A: skylodepséō Transliteration B: skylodepseō Transliteration C: skylodepseo Beta Code: skulodeye/w

English (LSJ)

tan hides, Ar.Pl.514 (Bentl. for σκυτοδεψεῖν).

German (Pape)

[Seite 907] Leder gerben, Ar. Plut. 514.

French (Bailly abrégé)

σκυλοδεψῶ :
être corroyeur.
Étymologie: σκυλοδέψης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυλοδεψέω [σκυλοδέψης] leerlooien, leerlooier zijn.

Russian (Dvoretsky)

σκῠλοδεψέω: заниматься дублением кожи, дубить Arph.

Greek Monotonic

σκῠλοδεψέω: μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλοδεψέω: κατεργάζομαι δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).

Middle Liddell

σκῠλοδεψέω, fut. -ήσω
to tan hides, Ar. [from σκῠλοδέψης]