σουσάμι

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

το / σησάμιον, ΝΜΑ, και σησάμι Ν, και σησάμιν Μ
ο καρπός, τα σπέρματα του φυτού σήσαμο, που χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου, ως αρωματικό και για την παραγωγή του σησαμελαίου
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών σήσαμο, που ανήκει στην οικογένεια σηδαλιίδες της τάξης σηροφουλαριώδη και κυρίως του είδους Sesamum indicum, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τα εδώδιμα ελαιούχα σπέρματά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σησάμιον < σήσαμον + επίθημα -ι(ο)ν, ενώ ο νεοελλ. τ. σουσάμι < σησάμιον με τροπή του -η- σε -ου- (πρβλ. ζηλεύω: ζουλεύω, σηπία: σουπιά)].