στραβωμάρα
From LSJ
Greek Monolingual
και στραβομάρα, η, Ν
1. το να είναι κανείς τυφλός
2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια
3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση
4. (ως κατάρα) στραβωμάρα
να πέσεις να τσακιστείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμάρα)].