στραγγεύω
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
German (Pape)
[Seite 950] (στράγγω), = στρέφω, drehen, winden, Phot. erkl. auch διαβάλλω. – Gew. im med. sich drehen und winden, zaudern, ἐγὼ δῆτ' ἐνθαδὶ στραγγεύομαι, Ar. Ach. 126; τί ταῦτ' ἔχων στραγγεύομαι, Nubb. 132, Schol. πιέζομαι καὶ συνθλίβομαι, βραδύνω, Machon bei Ath. XIII, 660 v. 60 στραγγευόμενον περὶ τὰς συμβολάς, Valck. wollte so auch Her. 3, 139 u. 4, 28 für στρατεύομαι schreiben. Vgl. στρεύγομαι.
Greek Monolingual
μέσ. και δ. γρφ. στραγεύομαι, Α
1. αργοπορώ, χρονοτριβώ
2. φρ. «στραγγευομένη κάθαρσις» — αργή κένωση τών εντέρων (Ορειβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, -γγός (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στράγξ)].