καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
Full diacritics: στόλαρχος | Medium diacritics: στόλαρχος | Low diacritics: στόλαρχος | Capitals: ΣΤΟΛΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: stólarchos | Transliteration B: stolarchos | Transliteration C: stolarchos | Beta Code: sto/larxos |
ὁ, = στολάρχης, Poll.1.119 cod. B.
[Seite 946] ὁ, = στολάρχης, Sp.
στόλαρχος: ὁ, ὁ διοικητὴς στόλου, ναύαρχος, Πολυδ. Α΄, 119.
ο, ΝΜΑ
αρχηγός πολεμικού στόλου, ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -αρχος].