συμβοηθέω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
render joint aid, join in assisting, τῇ Λακεδαίμονι X.Ages.1.38; ἐφ' ἡμᾶς Ar.Lys.247; ἐς Ἄργος Th.3.105: abs., Id.2.80,81, Sammelb.159.6, etc.
German (Pape)
[Seite 978] mit beistehen, zugleich zu Hülfe kommen; Ar. Lys. 247; Thuc. 2, 80. 3, 105 u. öfter; Xen. An. 7, 8, 15 u. Folgde, wie Pol. 4, 69, 4.
French (Bailly abrégé)
συμβοηθῶ :
porter ensemble du secours : τινι ou ἔς τινα à qqn.
Étymologie: σύν, βοηθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-βοηθέω, Att. ξυμβοηθέω samen te hulp komen, mede te hulp komen:. ἐφ’ ἡμᾶς tegen ons Aristoph. Lys. 247.
Russian (Dvoretsky)
συμβοηθέω: одновременно или вместе приходить на помощь, оказывать помощь (τινι Xen., ἐπί τινα Arph. и εἴς τινα Thuc.): διὰ τὸ μήπω ξυμβεβοηθηκέναι Thuc. так как помощь еще не подоспела.
Greek Monotonic
συμβοηθέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ από κοινού, συμμετέχω στην παροχή βοήθειας, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συμβοηθέω: βοηθῶ ὁμοῦ, ὡς καὶ νῦν, παρέχω τινὶ βοήθειαν, γίνομαι συμβοηθὸς αὐτοῦ ἢ βοηθῶ ὁμοῦ, μετὰ δοτ., συνεβοήθησαν τῇ Λακεδαίμονι Ξεν. Ἀγησ. 1, 38· ἐπί τινας Ἀριστοφ. Λυσ. 247· οἱ δὲ Ἀκαρνᾶνες οἱ μὲν ἐς Ἄργος ξυνεβοήθουν Θουκ. 3, 105· ἀπολ., ὁ αὐτ. 2. 80, 81, κλπ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to render joint aid, join in assisting, Thuc., Xen.
Lexicon Thucydideum
ad auxilium ferendum convenire, to assemble to bring help, 2.80.1, 2.81.1, 2.81.8, 2.83.1. 3.7.5, 3.94.105, 3.2.1. 4.76.4, 7.25.9, 7.30.3. 7.56.3.