συμμετίσχω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετίσχω Medium diacritics: συμμετίσχω Low diacritics: συμμετίσχω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΙΣΧΩ
Transliteration A: symmetíschō Transliteration B: symmetischō Transliteration C: symmetischo Beta Code: summeti/sxw

English (LSJ)

= συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.

German (Pape)

[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.

French (Bailly abrégé)

c. συμμετέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.

Russian (Dvoretsky)

συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.

Greek Monotonic

συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.

Middle Liddell

= συμμετέχω, Soph.]