συμπολιορκέω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
join in besieging, besiege jointly, Hdt.1.161, IG12.108.40 (prob.), Th.8.15, D.23.131, IG22.666.14, etc.:—Pass., Th.3.20,68, Plb.2.7.8.
German (Pape)
[Seite 989] mit od. zugleich belagern; Her. 1, 161; Thuc. 3, 20. 8, 15; χωρία, Dem. 23, 131.
French (Bailly abrégé)
συμπολιορκῶ :
assiéger ensemble.
Étymologie: σύν, πολιορκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πολιορκέω, Att. ξυμπολιορκέω samen of mede belegeren; met dat. met iem.. Thuc. 8.15.2.
Russian (Dvoretsky)
συμπολιορκέω: совместно вести осаду, вместе осаждать Her., Thuc., Dem.
Greek Monotonic
συμπολιορκέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω σε πολιορκία, πολιορκώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπολιορκέω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.
Middle Liddell
fut. ήσω
to join in besieging, to besiege jointly, Hdt., Thuc., etc.
Lexicon Thucydideum
una obsidere, to besiege together, 8.15.2,
PASS. 3.20.1, 3.68.2.