ταγηνοστρόφιον

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγηνοστρόφιον Medium diacritics: ταγηνοστρόφιον Low diacritics: ταγηνοστρόφιον Capitals: ΤΑΓΗΝΟΣΤΡΟΦΙΟΝ
Transliteration A: tagēnostróphion Transliteration B: tagēnostrophion Transliteration C: taginostrofion Beta Code: taghnostro/fion

English (LSJ)

τό, slice for turning things over in a frying-pan, Poll.6.89, 10.98:—written τηγανόστροφον in Hsch. s.v. λίστριον, λίτριον.

German (Pape)

[Seite 1063] τό, Werkzeug, in der Pfanne zu rühren, Rührlöffel, Poll. 10, 98.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνοστρόφιον: ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν ἐργαλεῖον δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, εἶδος ξυστῆρος, Πολυδ. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».

Greek Monolingual

τὸ, Α
μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + -στρόφιον (< -στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον.