τετράσημος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσημος Medium diacritics: τετράσημος Low diacritics: τετράσημος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: tetrásēmos Transliteration B: tetrasēmos Transliteration C: tetrasimos Beta Code: tetra/shmos

English (LSJ)

τετράσημον, in Music, of four time-units, Aristid. Quint.1.16; πούς Heph.6.1, cf. Quint.Inst.9.4.51; ἐπιπλοκή Sch. Heph.p.110 C.

German (Pape)

[Seite 1099] von oder mit vier Zeichen, Längen in der Metrik, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράσημος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων σημείων· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ ἐκ τεσσάρων εἰδῶν χρόνου, Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 35, 37, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 163, 4, Osann Anal. Cr. σ. 76, Auctar. Lex. σ. 157.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράσημος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πρώτους χρόνους ή τέσσερα σημεία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τετράσημος
μετρικός πόδας που αποτελείται από τέσσερα σημεία, δηλαδή βραχείες συλλαβές, χωρισμένες ή ενωμένες σε μακρές, όπως π.χ. ο πους -υυ, αλλ. τετράχρονος
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράσημο
μουσ. το τετραμερές μέτρο ή ο τετραμερής ρυθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. δίσημος].