τετραγονία
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ἡ, a fourth generation, Aristid.Or.38(7).5; εὐγενεῖς ἐκ -γονίας Lib. Or.42.22.
Greek (Liddell-Scott)
τετραγονία: ἡ, τέσσαρες γενεαί, τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν οὐδὲ διηγήσατο Ἀριστείδ. 1. 42.
Greek Monolingual
ἡ, Α
τέσσερεις γενεές ή η τέταρτη γενεά (α. «τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν», Αριστείδ.
β. «εὐγενεῖς ἐκ τετραγονίας», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δεκαγονία].