τοκήεσσα

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκήεσσα Medium diacritics: τοκήεσσα Low diacritics: τοκήεσσα Capitals: ΤΟΚΗΕΣΣΑ
Transliteration A: tokḗessa Transliteration B: tokēessa Transliteration C: tokiessa Beta Code: tokh/essa

English (LSJ)

ἡ, of a woman, having had children, Hp.Nat.Mul.3; fertile, Id.Steril. 226.

German (Pape)

[Seite 1125] ἡ, = τοκάς, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

τοκήεσσα: ἡ, (τόκος) = τοκάς, χήρῃσιν, αἱ νέαι ἐοῦσαι καὶ τοκήεσσαι χηρεύουσι Ἱππ. 564. 9., 646· 12, ἢν γυναῖκα μὴ δυναμένην τεκεῖν τοκήεσσαν ἐθέλῃς ποιῆσαι 681. 39.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τοκάς (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. τοκήεις < τόκος + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεσσα, θηλ. του τολμ-ήεις].