τοξοτευχής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
τοξοτευχές, armed with the bow, A.Supp.288.
German (Pape)
[Seite 1128] ές, mit Bogen und Pfeilen gerüstet, Aesch. Suppl. 285.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
armé d'un arc.
Étymologie: τόξον, τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
τοξοτευχής: вооруженный луком Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοτευχής: -ές, ὡπλισμένος διὰ τοῦ τόξου, εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε Αἰσχύλ. Ἱκ. 288.
Greek Monolingual
-ές, Α
οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -τευχής (< τεῦχος, το), πρβλ. χαλκεοτευχής].