Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριγωνικός

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνικός Medium diacritics: τριγωνικός Low diacritics: τριγωνικός Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: trigōnikós Transliteration B: trigōnikos Transliteration C: trigonikos Beta Code: trigwniko/s

English (LSJ)

τριγωνική, τριγωνικόν, triangular, Ptol.Tetr.38, Iamb. in Nic.p.58P.; πυραμίδες, on triangular base, Nicom.Ar.2.14. Adv. τριγωνικῶς An.Ox. 3.195.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνικός: -ή, -όν, ὅμοιος τριγώνῳ, ἀποτελῶν τρίγωνον, Ἰάμβλ., Πτολ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀνέκδ. Ὀξων. τ. 3, σ. 195.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ τρίγωνον
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου
νεοελλ.
1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p
2. φρ. α) «τριγωνική πυραμίδα» — πυραμίδα που έχει ως βάση τρίγωνο
β) «τριγωνικό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου δύο έδρες είναι τρίγωνα
γ) «τριγωνικό εμπόριο» — εμπόριο το οποίο διεξαγόταν κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, ιδίως από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού
δ) «τριγωνικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) το ρομβοεδρικό σύστημα.
επίρρ...
τριγωνικώς / τριγωνικῶς, ΝΑ, και τριγωνικά Ν
με τριγωνικό τρόπο.

German (Pape)

ή, όν, dreieckig, Sp.