Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσαλαβουτώ

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

Ν
1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες
2. αναταράσσω λάσπη
3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ' άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλαπατώ)].