Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσαλαπατώ

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

Ν
1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του»)
2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού του, όπως είναι η αναγωγή του στις φρ. έξαλλα πατώ ή άτσαλα πατώ (πρβλ. τσαλαβουτώ) ή λαξ πατώ ή σ' έναν διαλ. τ. τσαλαχοπατώ (< τσάλαχο «θόρυβος»)].