τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
ὑπερείδω ΝΜΑ
υποστηρίζω με κάτι, τοποθετώ κάτι ως στήριγμα
αρχ.
1. στηρίζω από κάτω, χρησιμεύω ως στήριγμα
2. σηκώνω, βαστώ κάτι
3. υποστηρίζω, χρησιμοποιώ ως επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείδω «στηρίζω»].